Δεν λύνουν το πρόβλημα του ασφαλιστικού οι προτεινόμενες ρυθμίσεις
Καθώς κλιμακώνονται οι αντιδράσεις για τις κυβερνητικές προτάσεις επίλυσης του Ασφαλιστικού, μένει
να δούμε , αν το πλαίσιο που αυτές θέτουν μπορεί να δώσει λύσεις στα ζητήματα που αφορούν το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης (Σ.Κ.Α.) της χώρας μας.
Αρχικά, οφείλουμε να δούμε το γεγονός ότι τα αδιέξοδα στο συγκεκριμένο ζήτημα είχαν αρχίσει να διαφαίνονται, τουλάχιστον από το 2000 ! Όταν, μεταξύ των άλλων παθογενειών, για παράδειγμα οι δαπάνες για τις συντάξεις και την κοινωνική πρόνοια είχαν – και εξακολουθούν να έχουν – μεγάλες αποκλίσεις σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ως ποσοστό επί του Α.Ε.Π., και η οικονομική κρίση του χρέους να μην ενέσκυπτε στη χώρα μας, είναι βέβαιο ότι η Κοινωνική Ασφάλιση σε σύντομο χρονικό διάστημα θα έφτανε σε σημείο καμπής. Υπήρξαν φωνές που είχαμε προειδοποιήσει τόσο τους αρμόδιους, όσο και τους κοινωνικούς φορείς για την ανάγκη προσαρμογών και ανασχεδιασμού του Συστήματος από νωρίς, ώστε να υπάρχει διαθέσιμος ο αναγκαίος χρόνος για να απορροφηθούν οι κραδασμοί και να ελαχιστοποιηθεί το κόστος για ασφαλισμένους και συνταξιούχους. Όμως δεν εισακουστήκαμε και με την έκρηξη της κρίσης δημόσιου χρέους το 2010 επιβλήθηκαν μέτρα που σόκαραν την κοινωνία, όπως η οριζόντια μείωση των συντάξεων.
Η διαμόρφωση ενός ασφαλιστικού τοπίου, το οποίο μαστίζεται από την οικονομική ύφεση και την ανεργία εδώ και μια πενταετία, σε συνδυασμό με την έλλειψη πόρων που οδηγεί την κρατική χρηματοδότηση του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης υποχρεωτικά προς τα κάτω, επιβάλλει τη συνεχή παρακολούθηση της βιωσιμότητάς του και συνεπακόλουθα τη λήψη μέτρων με προσεκτικά βήματα, όποτε επιδεινώνονται οι οικονομικοί του δείκτες.
Ακριβώς, λοιπόν, γιατί οι οικονομικοί δείκτες έχουν επιδεινωθεί πάνω από τις προβλέψεις που υπήρχαν προ διετίας εμφανίζεται επιτακτικά η ανάγκη λήψης μέτρων που δεν αφορούν πλέον μόνο τις επικουρικές συντάξεις – όπως 15 μήνες πριν συζητούσαμε με τους δανειστές –, αλλά χρειάζεται να γίνουν αναθεωρήσεις και σε άλλους παράγοντες του Συστήματος. Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα παρουσιάστηκε ένα πλαίσιο μέτρων από την κυβέρνηση, το οποίο επιχειρεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση, κυρίως με την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών.
Τα συγκεκριμένα μέτρα συναρτούν πλέον τις ασφαλιστικές εισφορές με το εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών και τις αυξάνουν σε σημαντικό βαθμό. Την ίδια στιγμή στην ίδια κοινωνική ομάδα επιβάλλονται μειώσεις συντάξεων από 15,5% και πάνω. Είναι φανερό ότι ο ανταποδοτικός χαρακτήρας του Ασφαλιστικού Συστήματος πλήττεται βάναυσα με αυτή τη ρύθμιση. Είναι βέβαιο, επίσης, ότι οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια στην ενίσχυση των φαινομένων της εισφοροδιαφυγής, της μαύρης εργασίας και της φοροδιαφυγής, αφού σε κάθε άλλη περίπτωση η ειλικρίνεια στη δήλωση των εισοδημάτων θα επιφέρει άδικες φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις.
Οι κυβερνητικές προτάσεις κινούνται ενάντια στην πραγματικότητα ότι πρέπει να δίδονται κίνητρα στους εργαζόμενους να παρατείνουν όσο περισσότερο γίνεται τον εργασιακό τους βίο. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με αυτές, όσοι συνταξιοδοτούνται με πάνω από 25 χρόνια και έχοντας καταβάλλει υψηλές εισφορές, θα δουν τις συντάξεις να είναι μικρότερες, από όσο προέβλεπε το ισχύον σύστημα αλλά και ο νόμος 3863/2010. Και αυτό γιατί τώρα οι δείκτες αναπλήρωσης υπολογίζονται κλιμακωτά, ενώ στον 3863/2010 ο δείκτης αναπλήρωσης ήταν εκείνος που αντιστοιχούσε στο συνολικό χρόνο ασφάλισης.
Ταυτόχρονα αυξάνονται υπέρμετρα οι εξαγορές πλασματικών ετών εργασίας. Σύμφωνα με την πρόταση του υπουργείου Εργασίας η κάθε εξαγορά πλασματικού χρόνου εργασίας θα είναι και αυτή εξαρτημένη από τις μηνιαίες αποδοχές του εργαζομένου. Η εισφορά εξαγοράς, έτσι, θα υπολογίζεται επί των αποδοχών του ασφαλισμένου κατά το μήνα υποβολής της αίτησης εξαγοράς και, εφόσον έχει διακοπεί η απασχόληση, επί των αποδοχών του τελευταίου μήνα απασχόλησης προσαυξανόμενων κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Με αυτό τον τρόπο εργαζόμενος με μεικτές αποδοχές 1.200 ευρώ για κάθε μήνα εξαγοράς θα πρέπει να πληρώσει εισφορά 240 ευρώ, αντί των 167 ευρώ που έως σήμερα έπρεπε να πληρώσει. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις τα ποσά εξαγοράς τριπλασιάζονται σε σχέση με εκείνα που ισχύουν σήμερα.
Στο σημείο εκείνο που εντοπίζεται μεγάλη αντίφαση και σύγχυση στις απόψεις που εκφράζει η κυβέρνηση είναι στην πορεία των Επικουρικών Ταμείων. Από την αρχική κυβερνητική θέση της κατάργησης της “ρήτρας μηδενικού ελλείμματος” και της διατήρησης των επικουρικών συντάξεων στα παρόντα επίπεδα, σήμερα οι κυβερνητικοί παράγοντες άλλες φορές μιλάνε για περικοπή των επικουρικών συντάξεων κατά 15% κι άλλες για 20%. Οι τελευταίες, όμως, ότι το 2015 είχαν μειωθεί κατά 6% και η όποια νέα μείωση θα πρέπει να προστεθεί σε αυτή. Επίσης, η “ρήτρα μηδενικού ελλείμματος”, που δεν είναι παρά ένα εργαλείο παρακολούθησης της κατάστασης των Επικουρικών Ταμείων, για να υπάρχει καλύτερη διαχείριση σε αυτά, επανέρχεται στο προσκήνιο βαφτισμένη ως “Δείκτης Βιωσιμότητας των Επικουρικών Ταμείων”. Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η Επικουρική Ασφάλιση δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί από κρατικούς πόρους, αφού δεν αποτελεί ένα καθολικό κοινωνικό αγαθό, αλλά αφορά μόνο μέρος των εργαζομένων. Το μόνο που θα μπορούσε να γίνει – και αυτό για λόγους κοινωνικούς δικαιοσύνης – θα ήταν η πρωτοβουλία της πολιτείας να αναπληρώσει τα αποθεματικά των Επικουρικών Ταμείων και άλλων φορέων, όπως του Ε.Τ.Ε.Α., τα οποία υπέστηκαν μείωση με την εφαρμογή του PSI. Από τη στιγμή που οι φορείς αυτοί δεν χρηματοδοτήθηκαν ποτέ από τον κρατικό προϋπολογισμό το δίκαιο είναι να αναπληρώσουν τις απώλειες του PSI. Ακόμα και σε εκείνους που έχουν διατεθεί κάποιοι κοινωνικοί πόροι, οι τελευταίοι αποδίδουν πολύ λίγα σε σχέση με την απομείωση των αποθεματικών που δέχθηκαν.
Ένα ακόμα ζήτημα που δημιουργούν οι κυβερνητικές εξαγγελίες και χρειάζεται μεγάλη έρευνα και προσοχή είναι η ενοποίηση των Ασφαλιστικών Ταμείων Κύριας Σύνταξης σε ένα. Το οργανόγραμμα που δημοσιεύτηκε είναι ουσιαστικά το παλαιό οργανόγραμμα του ΙΚΑ, το οποίο απλά – θα έλεγα και απλοϊκά – ενσωματώνει σχεδόν όλες τις Διευθύνσεις των άλλων Ταμείων που εντάσσονται στο νέο σχήμα. Έτσι, στο σχέδιο προβλέπονται διευθύνσεις με 8 τμήματα, τη στιγμή που είναι γνωστό ότι μια διεύθυνση δεν μπορεί να έχει περισσότερα από 4 ή 5 – το πολύ – τμήματα. Επομένως, το νέο αυτό υπέρ-Ταμείο δεν θα πληρεί τις προϋποθέσεις της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και της εξυπηρέτησης των πολιτών.
Οι συγκεκριμένες εξαγγελίες δεν αποσαφηνίζουν τους τρόπους αναζήτησης των μισθοδοσιών 30, 35 ή 40 ετών, ώστε να αναπροσαρμοστούν τιμαριθμικά. Από την άλλη πλευρά δεν λαμβάνεται καμία μέριμνα για την πλήρη ανάπτυξη του ηλεκτρονικού συστήματος ΑΤΛΑΣ που ξεκίνησε στο 1ο εξάμηνο του 2014 μπορεί να δώσει άμεση κι αξιόπιστη εικόνα στον Έλληνα ασφαλισμένο σχετικά με τον εργασιακό του βίο.
Καταλήγοντας μπορούμε να πούμε ότι οι κυβερνητικές προτάσεις για την αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης κινούνται προς λάθος κατεύθυνση. Αντί να καταπολεμούν, αυξάνουν τη γραφειοκρατία. Αντί να αναζητούν νέους πόρους για τα Ασφαλιστικά Ταμεία, εμπεδώνουν στους ασφαλισμένους το αίσθημα της αδικίας και υπονομεύουν την εμπιστοσύνη τους προς το σύστημα. Δεν αντιμετωπίζουν βασικά ζητήματα, όπως η γήρανση του πληθυσμού και ο περιορισμός της απασχόλησης. Επομένως, γίνεται όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη για έναν ειλικρινή διάλογο σε βάθος κι εφ’ όλης της ύλης μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων, με γνώμονα το συλλογικό και εθνικό συμφέρον μακριά από προσωπικές επιδιώξεις, ιδεολογικές αγκυλώσεις και συντεχνιακά συμφέροντα.